επηγορευω

επηγορευω
    ἐπηγορεύω
    ἐπ-ηγορεύω
    v. l. ἐπηγορέω обвинять, укорять, бросать упреки
    

(τινί τι Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επηγορευω" в других словарях:

  • επηγορεύω — ἐπηγορεύω (Α) κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγορεύω, το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • επηγορία — ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω] ονομασία, προσηγορία αρχ. κατηγορία, επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία] …   Dictionary of Greek

  • επηγορώ — ἐπηγορῶ, έω (Α) έπηγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ἁπηγόρευσε — ἀπηγόρευσε , ἀπαγορεύω forbid aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπηγόρευσε , ἐπηγορεύω say against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»